- κατάχρηται
- καταχράωmake full use ofpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχρῆται — καταχράομαι pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) καταχράομαι pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) καταχράομαι pres subj mp 3rd sg (doric ionic) καταχράομαι pres ind mp 3rd sg (doric ionic) καταχράω make full use of pres subj mp 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α … Dictionary of Greek